αρρητοποιος

αρρητοποιος
    ἀρρητοποιός
    ἀρρητο-ποιός
    2
    участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρρητοποιος" в других словарях:

  • αρρητοποιός — ἀρρητοποιός, όν (Α) [αρρητοποιώ] 1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης 2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις …   Dictionary of Greek

  • ἀρρητοποιός — practising such vice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρητοποιόν — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem acc sg ἀρρητοποιός practising such vice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρητοποιοί — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρητοποιούς — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρητοποιέ — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρητοποιία — ἀρρητοποιΐα, η (Α) [αρρητοποιός] το να κάνει κανείς αισχρές, ακατονόμαστες πράξεις …   Dictionary of Greek

  • ἀρρητοποιοῖς — ἀρρητοποιέω practise unmentionable vice pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρητοποιῶν — ἀρρητοποιέω practise unmentionable vice pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»